Άρθρο του Θεόδωρου Καράογλου, Υπουργού Μακεδονίας και Θράκης, στην εφημερίδα «Δημοκρατία»
Πέρασαν κιόλας δώδεκα εβδομάδες από την ημέρα που ο Ελληνικός λαός ψήφισε υπέρ της παραμονής της χώρας μας στο ευρώ και απαίτησε από το πολιτικό σύστημα να παραμερίσει τις όποιες μικροκομματικές σκοπιμότητες, δίνοντας συντεταγμένα τον αγώνα για μια νέα, καλύτερη, Ελλάδα.
Σίγουρα δεν είναι δυνατό, σε διάστημα περίπου τριών μηνών, να ανατρέψεις παθογένειες δεκαετιών, ούτε να αλλάξεις εκ βάθρων νοοτροπίες και συμπεριφορές που «πλήγωσαν» την πατρίδα μας.
Αν μη τι άλλο, όμως, η παρούσα Κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας διακρίνεται για τη συνέπεια λόγων και πράξεων.
Το βράδυ της 17ης Ιουνίου δεσμευτήκαμε πως η Ελλάδα θα παραμείνει στην οικογένεια του ευρώ και το πράξαμε.
Υποσχεθήκαμε πως θα μοχθήσουμε προκειμένου να επαναφέρουμε την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και ήδη δρομολογούμε μια σειρά ουσιαστικών διαρθρωτικών αλλαγών, οι οποίες και επενδύσεις θα φέρουν και τα δημόσια ταμεία θα ενισχύσουν, αλλά και μελλοντικές θέσεις εργασίας θα δημιουργήσουν.
Δεν λαϊκίσαμε, δεν... χαϊδέψαμε αυτιά, δεν συμβιβαστήκαμε με συντεχνίες και κατεστημένα.
Ο αγώνας είναι διαρκής, επίπονος και κυρίως αποτελεσματικός.
Σήμερα τολμούμε να πούμε ότι χάρη στην πολιτική μας στρατηγική, η κρίση μπορεί να μετατραπεί σε προοπτική ανάκαμψης και ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας παράλληλα τη βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας μας.
Εκείνοι που μέχρι πρότινος επιζητούσαν την σκληρή τιμωρία της Ελλάδας προκειμένου να παραδειγματίσουν όσες χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια και μεγαλύτερα δημοσιονομικά προβλήματα από τα δικά μας, σήμερα αναγνωρίζουν ότι κάτι αλλάζει.
Όσοι απαξίωναν την ελληνική οικονομία και λοιδορούσαν την αξιοπρέπεια της πατρίδας μας, πλέον συνηγορούν ότι όσο ταχύτερα βρεθούμε σε ρυθμούς ανάπτυξης, τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από την κρίση.
Με λίγα λόγια, οι θυσίες μας πιάνουν τόπο.
Αποδεικνύοντας στους ευρωπαίους εταίρους ότι τηρούμε την υπογραφή και τις συμβατικές μας υποχρεώσεις, επιτύχαμε ένα μεγάλο επίτευγμα.
Ανακτήσαμε την αξιοπιστία μας ως έθνος και καθόμαστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ως ισότιμος συνομιλητής, συνδιαμορφώνοντας την ευρωπαϊκή ατζέντα και βγαίνοντας από το περιθώριο και την ανυποληψία στην οποία είχαμε περιπέσει την τελευταία τριετία.
Η επιδίωξη περισσότερης ανάπτυξης έχει πάψει πλέον να αντιμετωπίζεται μόνο ως ελληνικό αίτημα και εξελίσσεται σε πανευρωπαϊκή απαίτηση.
Η μεθοδική προσπάθεια που καταβάλει ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς να βγει η Ελλάδα από την παρατεταμένη ύφεση, αποδεικνύει πως δεν είναι μακριά ο καιρός που η πατρίδα μας και ειδικότερα η Βόρεια Ελλάδα, θα αποκτήσουν και πάλι αναπτυξιακό πνεύμα.
Για αυτό στο νέο Υπουργείο Μακεδονίας και Θράκης εργαζόμαστε προκειμένου να επιτύχουμε δυο στόχους.
Ο πρώτος είναι να θεμελιώσουμε στη Βόρεια Ελλάδα μια ισχυρή και ανταγωνιστική οικονομία, καθιστώντας την πεδίο δυναμικής ανάπτυξης. Προσελκύοντας επενδύσεις, στηρίζοντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και υλοποιώντας τα έργα υποδομής, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε όλες εκείνες τις συνθήκες οι οποίες θα στηρίξουν την αύξηση της απασχόλησης, θα ενισχύσουν τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων και θα τονώσουν την εξωστρέφεια.
Παράλληλα, γνωρίζοντας ότι η αποβιομηχάνιση αποτελεί εδώ και χρόνια το κυριότερο πρόβλημα της Βόρειας Ελλάδας, μελετούμε από κοινού με τα Υπουργεία Οικονομικών και Ανάπτυξης τη δημιουργία ενός πλαισίου με επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα.
Ο δεύτερος είναι να λύνουμε εν τη γενέσει όλα τα προβλήματα που συνδέονται με την καθημερινότητα του πολίτη. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω ότι με τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων της Ε.Μ.Α. στο ΥΜΑΘ «λύνουμε» τα χέρια των επενδυτών στη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι δεν θα χρειάζεται να μεταβαίνουν στην Αθήνα για να υποβάλλουν επενδυτικό σχέδιο άνω των 3 εκ. ευρώ. Από εδώ και στο εξής η αίτησή τους θα υποβάλλεται, θα ελέγχεται, θα αξιολογείται και θα εγκρίνεται τελικά στο Υπουργείο.
Αυτές τις δώδεκα εβδομάδες στείλαμε μήνυμα εθνικής ανάτασης. Αποδείξαμε, για ακόμη μια φορά, ότι οι Έλληνες μπορούμε. Το πρώτο βήμα έγινε. Τώρα απομένει να κάνουμε το πιο αποφασιστικό. Να προχωρήσουμε, δηλαδή, σε μεγάλες τομές που θα αλλάξουν όχι μόνο την οικονομία, αλλά την ίδια μας την πατρίδα.
Έτσι, όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, θα μπορούμε να περηφανευόμαστε ότι η νέα Ελλάδα που οραματιστήκαμε σήμερα είναι πολύ διαφορετική, πολύ καλύτερη, από εκείνη που αφήσαμε πίσω.